ἔτρεψαν

ἔτρεψαν
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • обратитисѧ — ОБРА|ТИТИСѦ (314), ЩОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. 1.Повернуться: и ѡбратисѧ на въстокъ ѿ мене. и ста рѹцѣ въздвигъ. ЧудН XII, 73в; ѥгда къ цр(с)кымъ двьрьмъ приходи(т). обративъсѧ на въстокъ покади(т) кр҃стъмь •г҃•шды. УСт ΧΙΙ/ΧΙΙΙ, 249; бѣ бо раслабленъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πολυμήστωρ — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Θράκης, που είχε νυμφευθεί την κόρη του Πριάμου Ιλιόνη. Όταν ο Πρίαμος είδε να πλησιάζει η καταστροφή της Τροίας, έστειλε τον γιο του Πολύδωρο να μείνει με τον Π., ώσπου να γίνει άνδρας… …   Dictionary of Greek

  • τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Άμπλιανη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.220 μ., 255 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δομνίστας. II Τοποθεσία μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων της Φωκίδας. Η Ά. είναι γνωστή από τη μάχη που διεξήχθη εκεί το 1824, όταν συνεχιζόταν ακόμα o… …   Dictionary of Greek

  • Δραγατσάνι — (ρουμ. Dragasani). Πόλη (20.800 κάτ. το 2002) της Μικρής Βλαχίας της Ρουμανίας, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 κρίθηκε οριστικά το επαναστατικό κίνημα της Μολδοβλαχίας. To κίνημα οδηγήθηκε μοιραία στην αποτυχία, μετά την καταδίκη του από τον τσάρο και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Κούναξα — Αρχαία πόλη της Βαβυλωνίας, στα Β του Ευφράτη και σε απόσταση 25 χλμ. από τη Βαβυλώνα, στο σημερινό Ιράκ. Το φθινόπωρο του 401 π.Χ. στην Κ. ο βασιλιάς της Περσίας, Αρταξέρξης Β’ ο Μνήμων, αντιμετώπισε με 900.000 στρατιώτες τον αδελφό του, Κύρο… …   Dictionary of Greek

  • Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”